διεστραμμένου

διεστραμμένου
διαστρέφω
turn different ways
perf part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • Μπόγκαρντ, Ντερκ — (Sir Dirk Bogard, 1921 – 1999). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου ηθοποιού και συγγραφέα Ντέρεκ Νίβεν Βαν ντεν Μπόγκαρντ. Εργάστηκε ως φωτογράφος και πήρε μέρος στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με το θέατρο και αργότερα με τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”